- ἀδελφόπαις
- ἀδελφό-παις, παιδος, ὁ, ἡ,A brother's or sister's child, D.H.4.64 (Cod. Vat.), cf. Just. Nov.127.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδελφοπαίδι — και αδερφοπαίδι, το (AM ἀδελφόπαις, ο, η) το παιδί τής αδελφής ή τού αδελφού, ανιψιός ή ανιψιά νεοελλ. πληθ. τα αδελφοπαίδια πρώτα ξαδέλφια … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
ИОАНН КСИФИЛИН — (Младший) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Ξιφιλῖνος] (2 я пол. XI нач. XII в.), мон., визант. писатель. Жизнь Сведений о жизни И. К. сохранилось немного. В написанном И. К. в царствование имп. Михаила VII Дуки (1071 1078) переложении «Римской истории» Диона… … Православная энциклопедия